αλδοστερόνη

αλδοστερόνη
Ορμόνη που αποτελεί τον ισχυρότερο ρυθμιστή της απορρόφησης του νατρίου και της απέκκρισης του καλίου στο επίπεδο των νεφρών· επιπλέον διευκολύνει τη σύσταση ορισμένων κυττάρων, έπειτα από επίδραση αγγειοσυσταλτικών ουσιών και έτσι αυξάνει τον όγκο και την πίεση του κυκλοφορούντος αίματος. Η αύξηση του σχηματισμού α., όπως συμβαίνει στην περίπτωση ειδικών νεοπλασιών των επινεφριδίων (σύνδρομο του Κόνι), προκαλεί αρτηριακή πίεση, έντονη αδυναμία, ελάττωση της ποσότητας καλίου στο αίμα και αύξηση της ποσότητας των ούρων (πολυουρία). Η θεραπεία της πάθησης αυτής είναι κυρίως χειρουργική.
* * *
η βιοχ.
οργανική ένωση η οποία ανήκει στην κατηγορία τών στεροειδών και αποτελεί ορμόνη που εκκρίνεται από το επινεφρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldosterone < ald- (< aldehyde, «αλδεΰδη», πρβλ. αλδεΰδες) + sterone < sterol «στερόλη» (πρβλ. στερόλες) + κατάλ. -one (πρβλ. -όνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… …   Dictionary of Greek

  • πρεγνένιο — το, Ν (βιοχ.) ανθρακούχα μονοακόρεστη ή πολυακόρεστη ένωση που λαμβάνεται από το πρεγνάνιο και ανευρίσκεται στη δομή πολλών κορτικοεπινεφριδιακών ορμονών, όπως λ.χ. στην αλδοστερόνη …   Dictionary of Greek

  • υπεραλδοστερονισμός — ο, Ν ιατρ. υπερέκκριση αλδοστερόνης από τα κύτταρα τής σπειροειδούς ζώνης τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperaldosteronism < hyper (< υπερ *) + aldosteron (πρβλ. αλδοστερόνη) + κατάλ. ism …   Dictionary of Greek

  • αλατοκορτικοειδή — Ορμόνες που παράγονται στον φλοιό των επινεφριδίων και επηρεάζουν την ανταλλαγή των ιόντων Να+ και K+ στον οργανισμό. Οι ορμόνες αυτές είναι δύο: η αλδοστερόνη και η δεσοξυκορτικοστερόνη και ρυθμίζουν την έκκριση των ηλεκτρολυτών από τα νεφρά,… …   Dictionary of Greek

  • κορτικοστεροειδή — Στεροειδείς ορμόνες του φλοιού των επινεφριδίων, οι οποίες χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα γλυκοκορτικοειδή και τα αλατοκορτικοειδή. Τα γλυκοκορτικοειδή παράγονται από τη σπειροειδή ζώνη του φλοιού των επινεφριδίων και εμπλέκονται,… …   Dictionary of Greek

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”