μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… … Dictionary of Greek
πρεγνένιο — το, Ν (βιοχ.) ανθρακούχα μονοακόρεστη ή πολυακόρεστη ένωση που λαμβάνεται από το πρεγνάνιο και ανευρίσκεται στη δομή πολλών κορτικοεπινεφριδιακών ορμονών, όπως λ.χ. στην αλδοστερόνη … Dictionary of Greek
υπεραλδοστερονισμός — ο, Ν ιατρ. υπερέκκριση αλδοστερόνης από τα κύτταρα τής σπειροειδούς ζώνης τής φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperaldosteronism < hyper (< υπερ *) + aldosteron (πρβλ. αλδοστερόνη) + κατάλ. ism … Dictionary of Greek
αλατοκορτικοειδή — Ορμόνες που παράγονται στον φλοιό των επινεφριδίων και επηρεάζουν την ανταλλαγή των ιόντων Να+ και K+ στον οργανισμό. Οι ορμόνες αυτές είναι δύο: η αλδοστερόνη και η δεσοξυκορτικοστερόνη και ρυθμίζουν την έκκριση των ηλεκτρολυτών από τα νεφρά,… … Dictionary of Greek
κορτικοστεροειδή — Στεροειδείς ορμόνες του φλοιού των επινεφριδίων, οι οποίες χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα γλυκοκορτικοειδή και τα αλατοκορτικοειδή. Τα γλυκοκορτικοειδή παράγονται από τη σπειροειδή ζώνη του φλοιού των επινεφριδίων και εμπλέκονται,… … Dictionary of Greek
στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… … Dictionary of Greek